David Bowie in Berlin: Exhibition

Berlin… μια λέξη, που μόλις έρχεται στο μυαλό, οι συνειρμοί κάνουν πάρτυ και θυμάμαι ατελείωτες βραδιές στο Berlin του Θόδωρα, τραγουδάω Cohen, Τρύπες, Λονδίνο Άνστερνταμ ή Βερολίνο ή μια άλλη διαδρομή – στίχο, το “London to Paris, Amsterdam to Berlin”, από το Some Guys των Tuxedomoon!

Walking the same streets, thinking the same thoughts συνεχίζει το τραγούδι και κάθε φορά που πηγαίνω σε αυτή την πόλη, πάντα φροντίζω να βιώνω μια γύρα αυτό τον στίχο, πριν και αφού ασχοληθώ με τον εκάστοτε λόγο της επίσκεψης… που αυτή τη φορά ήταν η Έκθεση του David Bowie η οποία κάνει τουρ ανα τον κόσμο (Έχει πάει ήδη Λονδίνο, Σικάγο και 3 Μαρτίου ανοίγει στο Παρίσι).

Το Βερολίνο βέβαια ήταν μια από τις πιο συναισθηματικές στάσεις της έκθεσης, λόγω της σχέσης του καλλιτέχνη με την πόλη, τη σκοτεινή αλλά και χρυσή εκείνη περίοδο (1976-79) της αποτοξίνωσης, της δημιουργίας (Heroes, Low, Lodger) και της παρέας με τον Iggy Pop.

Μεσημεράκι στο Gropius Bau και μια μεγάλη ουρά περιμένει να μπει στην έκθεση. Ευτυχώς τα e-tickets κάνουν δουλίτσα και γρήγορα είμαστε μέσα. Στα αυτιά τα ειδικά ακουστικά που σε κάθε αίθουσα, κάθε σταντ, μπροστά σε κάθε οθόνη έχουν να πουν και μια ιστορία, μια συνέντευξη, να παίξουν ένα βίντεο κλιπ, μια συναυλία, μια δήλωση!

Για δύο, δυόμιση ώρες βρίσκομαι βυθισμένος σε ένα ταξίδι στο χρόνο, ταυτόχρονα μέσα στον κόσμο του καθώς είμαι περιτριγυρισμένος από εκατοντάδες αντικείμενα (νομίζω κάπου 600 ήταν ειδικά στο Βερολίνο) που όλα μαζί φτιάχνουν ένα ικανοποιητικό κομμάτι του παζλ της καλλιτεχνικής του ζωής…

Αναμφισβήτητα την παράσταση στην πρώτη ματιά κλέβουν τα εντυπωσιακά κοστούμια. Είναι η αύρα που κουβαλάνε, αν σκεφτείς… πόσες δεκάδες χιλιάδες ζευγάρια μάτια έπεσαν πάνω τους στις περιοδείες. Συν βέβαια ότι μέσα τους κατοικούσε για εκείνες τις ωραίες στιγμές το άτομο… (Εντωμεταξύ, θέλω να προσθέσω ότι κοιτώντας το μέγεθος των ρούχων λέω… μα καλά, χωρούσε εδώ μέσα; Ναι, το πραγματικό μέγεθος του καλλιτέχνη τελικά δε συμβαδίζει με το καλλιτεχνικό κι αυτό δεν το είχα πάρει χαμπάρι, ούτε από φωτος και βίντεο βέβαια, ούτε κι από το live για να πω την αλήθεια, στην Αθήνα το 1996 σ’ εκείνη την ιστορική συναυλία (RockinAthens), παρέα με Elvis Costello και Lou Reed).

Ο ψεκασμός με συγκίνηση και δέος συνεχίζεται πλησιάζοντας τοίχους και βιτρίνες, όπου εκτίθενται, προσωπικά αντικείμενα, χειρόγραφοι στίχοι, storyboards, σκίτσα του, φωτογραφίες, μακέτες από εξώφυλλα δίσκων, το προϊστορικό συνθεσάιζερ το οποίο χρησιμοποιήθηκε στην ηχογράφηση του Heroes

Αρκετή ώρα, νομίζω καθ όλη τη διάρκεια του βίντεο κλιπ που έπαιζε στο βάθος, κάθισα παρατηρώντας την παρτιτούρα του Space Oddity, χωρίς να ξέρω βέβαια να διαβάζω παρτιτούρες.

Προτελευταία στάση, μια μεγάλη αίθουσα στην οποία δε χρειάζονται τα ακουστικά, καθώς φροντίζουν τα ηχεία για την ακουστική απόλαυση. Για ένα μισάωρο και βάλε μια χωροχρονική σκουλικότρυπα με ταξιδεύει μέσα στις δεκαετίες, αφού στους ειδικά διαμορφωμένους -σα σκηνικό συναυλίας – τοίχους γίνεται προβολή κάποιων από τις πιο σημαντικές στιγμές σε παλιότερες εμφανίσεις.

Το φινάλε της έκθεσης, ήταν μια μικρή αίθουσα αφιερωμένη στα “Χρόνια του Βερολίνου”. Φωτογραφίες με τον Iggy Pop, τα γράμματα που αντάλλασσαν με τη Marlene Dietrich το’78 την εποχή των γυρισμάτων του Just a Gigolo, στιγμές από τη ζωή του στην πόλη που όπως κι ο ίδιος θα μπορούσαν να έχουν και σλόγκαν ζωής το ch-ch-ch changes…!

Βγάζω τα ακουστικά, αφήνω πίσω μου το Gropius Bau και γυρνάω ξανά στους δρόμους του Βερολίνου. Καφές, βόλτες και με το σούρουπο στάση για ποτό σε ένα από τα κλασικά ημιυπόγεια bar στην Oranienburgerstrasse που εκλείπουν όμως σιγά σιγά… Και η κατάληψη των καλλιτεχνών (Kunsthaus Tacheles) λίγο πιο πάνω έκλεισε παρατηρώ! Ναι, πριν δυο χρόνια, καθαρίζει δυστυχώς η περιοχή, με ενημερώνει η παρέα που προέκυψε ξαφνικά σε ένα τραπέζι. Αυτή τη φορά ήμασταν ένας Ιρανός, ένας Γερμανός, ένας Ολλανδός κι ένας Έλληνας… Σα τα ανέκδοτα!

Αντώνης Βλαβογελάκης

(το κείμενο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό SOUL)

Share on Facebook

Βερολίνο, μαλλον Φλεβαρης…

Έπινα το όγδοο Tullamore  στο cafe Esplanade .

Έξω, οι νιφάδες του χιονιού που κατάφερναν να περάσουν από τον θόλο έφταναν μέχρι το υγρό έδαφος και ξαναγίνονταν ξενέρωτο νερό και μάλιστα λασπόνερο. Δυό πιτσιρικάδες παίζανε με την κρούστα πάγου που είχε πιάσει το σιντριβάνι. Σκέφτηκα όλον αυτό τον καιρό που είμαι στο Βερολίνο και το κόλλημα που έχω φάει με αυτό το μαγαζί, που ζει ακόμη με σπασμένα τα γύψινα, ότι απέμεινε από το παλιό Hotel Esplanade εμφιαλωμένο μέσα στο παλιό Sony Center.

Δε μπορούσα να θυμηθώ που το ξέρω αυτό το μαγαζί… Είναι σα κάτι γνωστούς που τους πετυχαίνεις στο δρόμο, τους χαιρετάς και μετά αναρωτιέσαι: «Τον ξέρω το μαλάκα, αλλά από πού;» Είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου να περνάω και να τα πίνω κάθε βράδυ στο Esplanade, μέχρι να θυμηθώ. Άλλη μια εμμονή, θα μου πείτε, αλλά στο περιβάλλον που ζούσα εκείνη την εποχή, η εμμονή ήταν μία από τις πιο υγιείς καταστάσεις που μπορούσες να βρεις. Ποιο ήταν το περιβάλλον αυτό; Σωστά…

Ήμουν ένας από αυτούς που είχαν την «εξαιρετική» τύχη να διαβάζουν τα σενάρια στο Dumkopfhaus. Τι είναι το Dumkopfhaus; Πάλι σωστά… Πάμε από την αρχή:

Λίγο έξω από το Βερολίνο υπάρχει μια νέα περιοχή το Νέο Χόλυγουντ. Ιδρύθηκε από πρόσφυγες αμερικάνους, μετά την μεγάλη επίθεση το 2015 με τον βάκιλο του Άφραγκα, έναν συνθετικό βάκιλο με καταστροφικά αποτελέσματα, αφού το εφέ του στον άνθρωπο είναι ασυγκράτητη μανία ξοδέματος κάθε περιουσιακού στοιχείου σε ποταπές υλικές απολαύσεις. Τότε πολλοί κατεστραμμένοι οικονομικά αμερικάνοι, αλλά και υγιείς προκειμένου να γλιτώσουν ήρθαν στην Ευρώπη. Ιδρύθηκαν με τον τρόπο αυτό πολλές νέες πόλεις και περιοχές σε ολόκληρο τον γνωστό κόσμο.

Το Νέο Χόλυγουντ λοιπόν ξεκίνησε σαν ένας προσφυγικός καταυλισμός άφραγκων παραγόντων του θεάματος από την ομώνυμη πόλη. Γρήγορα η Γερμανική βιομηχανία σκέφτηκε πως είναι η μεγάλη της ευκαιρία για να αναλάβει τα ηνία. Οργανώθηκε λοιπόν σε ελάχιστο χρόνο μια μικρή πόλη – Studio για τις ανάγκες της νέας βαριάς βιομηχανίας της ενωμένης Ευρώπης. Η Ευρωπαϊκή κουλτούρα είχε βρει εν ολίγοις την ευκαιρία να εκδικηθεί για τις χολιγουντιανές πατάτες. Οι κατεύθυνση που θα ακολουθούσε το όλο πράγμα θα ήταν πειραματική και πρωτοποριακή. Εξάλλου τα πάντα είχαν γίνει πια. Τα ενδιαφέροντα σενάρια είχαν προ πολλού τελειώσει και ο κόσμος δεν ενδιαφέρονταν πια καθόλου για τον κινηματογράφο. Ήταν μάλλον το σωστό χρονικό σημείο για να γίνει μια νέα αρχή.

Ένα από τα εργαστήρια που αποτελούν την αιχμή του δόρατος αυτής της προσπάθειας είναι το γνωστό Dumkopfhaus. To χαρακτηριστικό, αυτού του εργαστηρίου, είναι το ότι είναι «άβατο» για τους ψυχικά υγιείς ανθρώπους. Μέσα εκεί ζουν απομονωμένοι από τον έξω κόσμο αρκετοί, αποδεδειγμένα, ψυχικά και διανοητικά διαταραγμένοι άνθρωποι, αλλά μιλάμε για τους πιο «εκτός δικτύου» απ όλους. Το ιατρικό προσωπικό κατευθύνει, όσο είναι δυνατόν, αυτές τις προσωπικότητες στο να παράγουν εικόνες και ιστορίες της αρεσκείας τους. Ειδική ομάδα καταγράφει και επιλέγει το υλικό που μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στη συνέχεια το υλικό αυτό μπαίνει σε μια τράπεζα απ όπου το προμηθεύονται οι διάφοροι σεναριογράφοι – παντοσυνδεσμολόγοι για να το συνθέσουν σε ταινία.

Εγώ λοιπόν, ανήκα στην ομάδα ανάγνωσης των σεναρίων αυτών.

Αγοραφοβία, αδυναμία συγκέντρωσης, σύνδρομα καταδίωξης ,κρίσεις παράνοιας και παραισθήσεις, τα καθημερινά υλικά της δουλειάς μου. Το ξανασκέφτηκα κι ένιωσα πολύ τυχερός που έρχομαι πρώτος σε επαφή με αυτά τα εξωφρενικά πλάσματα της φαντασίας, πειραγμένων – κατά το μέσο όρο – εγκεφάλων.

Ξαναγύρισα στο ποτό μου. Η καλή μου μπαργούμαν το είχε ήδη ανανεώσει όσο ήμουν αφηρημένος. Ξανακοίταξα το κείμενο που είχα μπροστά μου. Το συνήθιζα αυτό, το να δουλεύω στο Esplanade. Όσο περισσότερες ώρες καθόμουν εκεί, τόσο περισσότερες πιθανότητες είχα να θυμηθώ από πού γνωριζόμασταν με αυτό το μαγαζί.

Αυτό που διάβαζα σήμερα ήταν ένα βερμπαλιστικό και χαώδες δεκασέλιδο διήγημα νοσηρής φαντασίας (sick fiction) χωρίς εμφανή σκοπό και στόχο, που έγραψε ο γιός μιας από τις αφεντικίνες μου. Το ονόμαζε «Ο Διονύσης και η Βδέλλα». Ο τύπος έγραφε σαν μανιακός ποίηση και ήταν η πρώτη φορά που κατόρθωσε να γράψει κάτι πεζό. Το έγραψε σε δώδεκα λεπτά.

Προσπάθησα να βυθιστώ και πάλι στο κείμενο και το μάτι μου έπεσε σε μια σειρά που έγραφε πως ο ήρωας προσπαθούσε να τραγουδήσει το From Her to Eternity. Κόλλησα…ένιωσα ότι μου έρχεται ο σύνδεσμος που έλλειπε με το Esplanade. Ήταν εκεί κάπου σφηνωμένος μέσα στους αύλακες του εγκεφάλου αλλά δεν κατέβαινε!

Έβαλα το παλτό, το κασκόλ και τα γάντια κι άφησα στην κοπέλα του μπαρ τριάντα Uni, δηλαδή καμιά εκατοστή Euro. Βγήκα έξω. Άρχισα να παίζω με τα ορατά μου χνώτα, καθώς ξεκίνησα να περπατάω προς τα κει που φαινόταν ο πύργος στην Alexander Platz, χαζεύοντας και κάτι ψιλές νιφάδες που μάταια προσπαθούσαν να αντισταθούν στη βαρύτητα. Η αγαπημένη μου ποδαράτη βραδινή διαδρομή στο κέντρο: Friedrichstrasse και μετά Unter den Linden. Η κίνηση στους δρόμους ήταν σχετικά αραιή για την ώρα μιας κι έπαιζε ο τελικός του τηλεπαιχνιδιού «Τοξικές Ουρομαχίες» στο ZDF και όλος ο κόσμος ήταν καθηλωμένος στις τηλεοράσεις του. Μια ωραία αλλά εμφανώς πειραγμένη τύπισσα έγραφε κάτι κυριλλικά με σπρέι στη τζαμαρία των Galleries La Fayette του Nouvell.

Με το μυαλό μουδιασμένο από το Tullamore και τη βουτιά στη μαύρη τρύπα της μνήμης μου, δεν κατάλαβα πότε έφτασα στο Telecafe, εκεί ψηλά στον πύργο. Στάθηκα μπροστά στο τζάμι και κοίταξα το Βερολίνο που για άλλη μια φορά μου φαινόταν σα μακέτα, 200 περίπου μέτρα παρακάτω. Το Νησί των Μουσείων ήταν μπροστά μου και πάλι, σα να επέμενε να το επισκεφτώ, αλλά εγώ ο αχαΐρευτος… Πες ότι είναι άλλη μια εμμονή. Δε μπορώ τα μουσεία…

Ζήτησα από το μπαρ ένα ποτό και συνέχισα να κοιτάζω από ψηλά… Και ο συνδετικός κρίκος βρέθηκε.

Θυμήθηκα τους αγγέλους στα «Φτερά του Έρωτα» του Βέντερς. Και την συναυλία του  Nick Cave, … Αυτό ήταν! Από κει γνωριζόμασταν λοιπόν. Στο café Esplanade του πάλαι ποτέ Ηotel Esplanade της Potsdamer Platz έπαιζε ο Cave, live στην ταινία… τραγουδούσε το Carny. Μάλιστα η μοναδική φωτογραφία που έβγαλα ποτέ από το εσωτερικό του μαγαζιού – μιας και δεν επιτρέπεται – είναι στην ίδια μεριά με την κάμερα. Aυτή με στοίχειωνε…

Ένιωσα μια ζεστή γαλήνη, ανατρίχιασα ελαφρώς και χαμογέλασα… Ήμουν πια ελεύθερος να πάω σε όποιο άλλο καφέ ή μπαρ γούσταρα. Τέλος με το Esplanade. Ξεκίνησα για την Oranienburger strasse, να χαζέψω λίγο τις πόρνες με τις λευκές μπότες και να πιω κανα αψέντι σε κανένα από τα μπαρ που υπάρχουν άφθονα κει γύρω, κρυμμένα λίγο παρακάτω στις αυλές της Hackeschermarkt.

p.s. Στο βίντεο η σκηνή από την ταινία Wings of Desire
Κάτω η φωτογραφία μου…
Το περιστατικό με τη φωτογραφία και την ταινία είναι το αληθινό κομμάτι της ιστορίας, την οποία έζησα την πρώτη φορά που επισκέφτηκα το βερολίνο κάπου στο 2000 – και είχα λίγα χρόνια αργότερα να την διηγηθώ στον Nick Cave, στο Πανελλήνιον του Νίκου Στεφανίδη, μετά από τη συναυλία του στο Βελλίδειο… “Nice story…” he said.

 

Share on Facebook

Δεύτερη σεζόν episode 1

New Hollywood, Βerlin – Dummkopfhaus – Περίπου δύο χρόνια μετά…

To New Hollywood είναι μια περιοχή – ένα προάστιο θα έλεγα – λίγο έξω από το Βερολίνο. Ιδρύθηκε από πρόσφυγες αμερικάνους, μετά την μεγάλη επίθεση το 2005 με τον βάκιλο του Άφραγκα, έναν συνθετικό βάκιλο με καταστροφικά αποτελέσματα, αφού το εφέ του στον άνθρωπο είναι ασυγκράτητη μανία ξοδέματος κάθε περιουσιακού στοιχείου σε ποταπές υλικές απολαύσεις. Τότε πολλοί κατεστραμμένοι οικονομικά αμερικάνοι, αλλά και υγιείς προκειμένου να γλιτώσουν ήρθαν στην Ευρώπη. Ιδρύθηκαν με τον τρόπο αυτό πολλές νέες πόλεις και περιοχές σε ολόκληρο τον γνωστό κόσμο.

Το Νέο Χόλυγουντ λοιπόν ξεκίνησε σαν ένας προσφυγικός καταυλισμός άφραγκων παραγόντων του θεάματος από την ομώνυμη πόλη. Γρήγορα η Γερμανική βιομηχανία σκέφτηκε πως είναι η μεγάλη της ευκαιρία για να αναλάβει τα ηνία. Οργανώθηκε λοιπόν σε ελάχιστο χρόνο μια μικρή πόλη – Studio για τις ανάγκες της νέας βαριάς βιομηχανίας της ενωμένης Ευρώπης. Μια μεγάλη αλήθεια είναι η σοβινιστική μεταχείριση του έμψυχου δυναμικού από τις Η.Π.Α στην καινούρια αυτή φάση. Η Ευρωπαϊκή κουλτούρα είχε βρει εν ολίγοις την ευκαιρία να εκδικηθεί για τις χολιγουντιανές πατάτες κι έτσι αποφασίστηκε όλος αυτός ο κόσμος να χρησιμοποιηθεί στον τεχνικό τομέα και άντε το πολύ πολύ σε κανέναν ρόλο. Οι κατεύθυνση που θα ακολουθούσε το όλο πράγμα θα ήταν πειραματική και πρωτοποριακή. Εξάλλου τα πάντα είχαν γίνει πια. Τα ενδιαφέροντα σενάρια είχαν προ πολλού τελειώσει και ο κόσμος δεν ενδιαφέρονταν πια καθόλου για τον κινηματογράφο. Ήταν μάλλον το σωστό χρονικό σημείο για να γίνει μια νέα αρχή.

Ένα από τα εργαστήρια που αποτελούν την αιχμή του δόρατος αυτής της προσπάθειας είναι το γνωστό Dummkopfhaus. To χαρακτηριστικό αυτού του εργαστηρίου είναι το ότι είναι «άβατο» για τους ψυχικά υγιείς ανθρώπους. Μέσα εκεί ζουν απομονωμένοι από τον έξω κόσμο αρκετοί, αποδεδειγμένα, ψυχικά και διανοητικά διαταραγμένοι άνθρωποι, αλλά μιλάμε για τους πιο «εκτός δικτύου» απ όλους. Το ιατρικό προσωπικό κατευθύνει, όσο είναι δυνατόν, αυτές τις προσωπικότητες στο να παράγουν εικόνες και ιστορίες της αρεσκείας τους. Ειδική ομάδα καταγράφει και επιλέγει το υλικό που μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στη συνέχεια το υλικό αυτό μπαίνει σε μια τράπεζα απ όπου το προμηθεύονται οι διάφοροι σεναριογράφοι – παντοσυνδεσμολόγοι για να το συνθέσουν σε ταινία.

Βερολίνο, Νοέμβρης μήνας, απόγευμα προς βράδυ, Potsdamer Platz.

Ο Γιόσνι Μπόμπολεκ πίνει το όγδοο Talisker πενήντα χρόνων στο αγαπημένο του cafe Esplanade στο παλιό Sony Center. Είναι το παλιό μπαρ του ξενοδοχείου, στο οποίο έπαιζε κι ο Nick Cave στα «Φτερά του Έρωτα» του Wenders. Έξω, οι νιφάδες του χιονιού που κατάφερναν να περάσουν από τον θόλο έφταναν μέχρι το υγρό έδαφος και ξαναγίνονταν ξενέρωτο νερό και μάλιστα λασπόνερο.

Το Esplanade ήταν το μόνο μέρος που ήξερε στο Βερολίνο ο Γιόσνι όταν πρωτοήρθε σαν εκπρόσωπος της εταιρίας του Blaine στην Ευρώπη πριν δύο χρόνια. Κόλλησε σε αυτή την γωνία του μπαρ από τότε και κάθε απόγευμα βρίσκεται στο ίδιο σκαμπό, τον τελευταίο καιρό δουλεύοντας κι όλας. Α! πρέπει να διευκρινίσουμε εδώ ότι μιας και η ζωή στην Ευρωπαϊκή Πρωτεύουσα έχει γίνει ιδιαίτερα ακριβή, ο Γιόσνι αποφάσισε να κάνει και κάτι τα απογεύματα για να συμπληρώνει το εισόδημά του. Έγινε λοιπόν, με μέσο τον Blaine βέβαια, ένας απ αυτούς που διαβάζουν κι επιλέγουν τα σενάρια των ψυχασθενών που θα περάσουν για το στάδιο της υλοποίησης.

Κι αυτό το βράδυ είχε απλωμένα πάνω στο μπαρ κάτι χαρτιά διάβαζε, έπινε και κάπνιζε. Παραδόξως το μυαλό του τα τελευταία δύο χρόνια έπαιρνε και καμιά στροφή ιδιαίτερα μετά το πέμπτο ποτήρι. Ήταν λίγο πριν τις εννιά, όταν χτύπησε το κινητό του.

Το άκουσε μετά την τρίτη φορά, άφησε το τσιγάρο του αργά αργά, απολαυστικά αργά δηλαδή, και το σήκωσε:

-«Ναι…»

Έλα ρε…που είσαι;»

Έλα κούκλα! Που θέλεις να είμαι;»

Σωστά! Σου έχω δουλειά και είναι επείγουσα…πρέπει να το διαβάσεις μέχρι αύριο!»

Χέσε με, έχω κι άλλο να τελειώσω…»

Ξέχνα το, κατάφερε να γράψει ο γιος της διευθύντριας και …καταλαβαίνεις

Παπάρια, ΟΚ φέρτο μου!»

Αδύνατον. Θα έρθεις να το πάρεις εσύ. Είμαι στο Silverstein στην Oranienburger και παίζω με τον μπάρμαν. Δεν ξεκολλάω. Έλα από δω.»

Αφού δεν έχω ιδέα που είναι, μην παίζεις με τον πόνο μου…»

Δυό χρόνια σ αυτήν την κωλοπόλη και δεν έχεις μάθει τίποτα, γαμώ τον μπελά μου! Λοιπόν κατέβα στον υπόγειο και πάρε τον S μέχρι την Friedrich και μετά τον U6 και θα σε περιμένω στη στάση. Άντε μαλάκα, μη μου τα πρήζεις!»

Μη μου το κάνεις αυτό…δεν έχω βρει ποτέ άκρη στην Friedrich. Την προηγούμενη φορά πήρα ένα τρένο που πήγαινε Μόναχο…Please»

Γιόσνι, βαρέθηκα…κάλεσε ένα taxi κι έλα Oranienburger 7. Μετά θα φύγουμε μαζί, θα κοιμηθώ σπίτι σου.»

Σιγά, καύλωσα…Αφού θα γίνεις λιώμα και θα κουβαλήσεις και τον μπάρμαν μαζί.»

ΟΚ, θα πάρουμε και την γιαπωνεζούλα τη μαγείρισσα! Εντάξει;»

Καλά…»

συνεχίζεται…

Share on Facebook